μηλοτρόφος

μηλοτρόφος
μηλοτρόφος
sheep-feeding
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηλοτρόφος — μηλοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • μηλοτρόφον — μηλοτρόφος sheep feeding masc/fem acc sg μηλοτρόφος sheep feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοτρόφω — μηλοτρόφος sheep feeding masc/fem/neut nom/voc/acc dual μηλοτρόφος sheep feeding masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοτρόφου — μηλοτρόφος sheep feeding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοτρόφῳ — μηλοτρόφος sheep feeding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”